- ἐκάθιζε
- καθίζωaB*imperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρίς — ἑταιρίς, ἡ (Α) [εταίρα] η εταίρα («εἰσήγαγε τὰς ἑταιρίδας καὶ ἐκάθιζε παρ ἑκάστῳ», Ξεν.) … Dictionary of Greek